λιπερνής

λιπερνής
λιπερνής, -ῆτος, ὁ (Α)
1. φτωχός, άθλιος, παρίας, απόβλητος, έρημος
2. ορφανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, προήλθε από θ. λιπ- (τού λείπω*) + ἔρνος «καρπός, βλαστός» (παρά τὸ λείπεσθαι ἐρνέων, ὅ ἐστι φυτῶν). Η λ., επομένως, θα είχε αρχικά τη σημ. «αυτός που έχει χάσει τη συγκομιδή του και στη συνέχεια πήρε γεν. τη σημ. «φτωχός» και, δευτερευόντως, «αποστερημένος, ορφανός». Το -φ- τού τ. λιφερνῶ εξηγείται από τη μαρτυρία ενός υστερογενούς τ. ἕρνος που δασύνεται].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιπέρνης — λιπερνέω to be poor imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπερνῆτες — λιπερνής poor fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπερνήτης — λιπερνήτης, ὁ, θηλ. λιπερνῆτις, ιδος (Α) [λιπερνής] λιπερνής* …   Dictionary of Greek

  • λιπερνώ — λιπερνῶ και λιφερνῶ, έω (Α) [λιπερνής] 1. (κατά το λεξ. Σούδα) είμαι φτωχός, πενιχρός 2. (κατά τον Ησύχ.) «λιφερνοῡντες ἐν συνδένδρῳ τόπῳ προσφιλῶς διάγοντες» …   Dictionary of Greek

  • λιφερνώ — λιφερνῶ, έω (Α) 1. λιπερνώ*, είμαι ισχνός, αδύνατος, λεπτοκαμωμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) «λιφερνοῡντες ἐν συνδένδρῳ τόπῳ προσφιλῶς διάγοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λιπερνής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”